οπώπια

οπώπια
ὀπώπια και, κατά δ. γρφ., ὀπωπητήρια, τὰ (Α)
(ενν. ὀστέα) τα οστά που σχηματίζουν τις οφθαλμικές κόγχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπωπα*. Ο τ. ὀπωπητήρια με επίθημα -τήριον (πρβλ. οπωπητήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀπωπίοις — ὀπώπια bones of the eyes neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”